- κεχαγιάς
- ο(λ. τουρκ.), οικονόμος μεγάλης οικογένειας ή επίτροπος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
κεχαγιάς — Επώνυμο οικογένειας αγωνιστών του 1821 από την Άμφισσα. 1. Ευστάθιος. Αρχικά υπηρέτησε στο σώμα του Πανουργιά. Διακρίθηκε στη μάχη στο χάνι της Γραβιάς, όπου μετέφερε πολεμοφόδια για τους αμυνόμενους και βοήθησε σημαντικά στην παράταση της άμυνας … Dictionary of Greek
Πέλλας, νομός — Διοικητική διαίρεση της περιφέρειας Kεντρικής Μακεδονίας, στο βορειοδυτικό τμήμα της, που συνορεύει στα Β με τα Σκόπια, στα Α με τους νoμούς Κιλκίς και Θεσσαλονίκης, στα Ν με τους νομούς Ημαθίας και Κοζάνης και στα Δ με τον νομό Φλώρινας. Έχει… … Dictionary of Greek
κεχαγιαλίκι — το η ιδιότητα και το αξίωμα τού κεχαγιά*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κεχαγιάς + κατάλ. λίκι (πρβλ. καπετανι λίκι, υπουργι λίκι)] … Dictionary of Greek
Γκίκας — I Φαναριώτικη οικογένεια αλβανικής καταγωγής. Πολλά από τα μέλη της τιμήθηκαν με σημαντικά αξιώματα από τους σουλτάνους της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, από τους πρώτους κιόλας αιώνες μετά την Άλωση της Κωνσταντινούπολης. 1. Γεώργιος Ματθίας (1590 – … Dictionary of Greek
Χαλέτ εφέντης — Τούρκος πολιτικός, ευνοούμενος και έμπιστος του σουλτάνου Μαχμούτ B’. Διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο κατά τις πρώτες ημέρες της Ελληνικής Επανάστασης. Μπήκε από πολύ νέος στην υπηρεσία της Υψηλής Πύλης ως ιδιαίτερος γραμματέας του σφραγιδοφύλακα του … Dictionary of Greek
chehaia — CHEHAIÁ, chehaiele, s.f. 1. (reg.) Şef al pădurarilor. 2. (înv.) Slujbaş vamal; şef de poştă. 3. (înv.) Intendent al vizirului sau al unui paşă turc, însărcinat cu inspecţia curţii acestora. 4. (înv.) Reprezentant al domnilor români pe lângă… … Dicționar Român